Τελ. ενημέρωση: |
||
30-Jul-2000
|
Αρχ Ελλ Ιατρ, 16(5), Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 1999, 492-496
ΒΡΑΧΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
Σεξουαλική μετάδοση της λοίμωξης HTLV-I-IIΚ. ΠΟΛΙΤΗ,1 Ε. ΓΕΩΡΓΑΚΟΠΟΥΛΟΥ,2
Φ. ΓΟΥΝΑΡΗ,2 Λ. ΚΑΒΑΛΛΙΕΡΟΥ,1 Ν. ΡΕΝΙΕΡΗ1
1Γ'
Περιφερειακό Κέντρο Αιμοδοσίας, ΠΓΝΑ «Γ. Γεννηματάς»
2Δρακοπούλειο Κέντρο Αιμοδοσίας ΝΕΕΣ
Λέξεις ευρετηρίου: Θαλασσαιμία, Λοίμωξη HTLV-I-II, Οροθετικός.
Oι ρετροϊοί HTLV-I και ΙΙ μεταδίδονται με τη σεξουαλική επαφή, παρεντερικά με τη μετάγγιση μολυσμένου αίματος ή τη χρήση μολυσμένων βελονών στους χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών, με κάθετη μετάδοση από μητέρα σε παιδί και με το θηλασμό.1 Ο συγχρωτισμός έχει μελετηθεί επίσης ως οδός λανθάνουσας μετάδοσης του HTLV-I, ειδικά σε νεαρά άτομα ηλικίας κάτω των 20 ετών, σε απογόνους μεταναστών από την Ιαπωνία στη Χαβάη, σε σχέση και με τη διαδικασία της ιογενούς λευχαιμογένεσης στα άτομα αυτά.2
Στις ενδημικές περιοχές του ιού, Ιαπωνία, Καραϊβική, Δυτική Αφρική, Βόρεια, Νότια και Κεντρική Αμερική και αλλού, όχι μόνο έχει επιβληθεί ο υποχρεωτικός έλεγχος του αίματος, αλλά είναι συστηματική και η διερεύνηση γυναικών σε μαιευτικές κλινικές.3–6 Από ανακοινώσεις του Ευρωπαϊκού Ερευνητικού Δικτύου για τους HTLV (HERN)7 είναι γνωστό ότι η λοίμωξη HTLV-I διασπείρεται στην Ευρώπη μέσω της σεξουαλικής επαφής σε άτομα των οποίων οι ερωτικοί σύντροφοι προέρχονται ή έχουν ζήσει σε ενδημικές περιοχές, ενώ η διασπορά του HTLV-IΙ στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη σχετίζεται με την αυξανόμενη χρήση ενδοφλεβίων ναρκωτικών.
Στον αιμοδοτικό πληθυσμό, η συχνότητα των αντισωμάτων έναντι του HTLV-I είναι σχετικά μικρή.7,8 Για παράδειγμα, στην Αγγλία, ο επιπολασμός του HTLV-I στους αιμοδότες είναι 0,005% (2/100.000) και είναι όμοιος με αυτόν του HIV.9 Στη Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ολλανδία, Σουηδία και Αγγλία, αν και μερικοί HTLV-I-θετικοί αιμοδότες προέρχονται από ενδημικές περιοχές του ιού, ένα άλλο σημαντικό ποσοστό οροθετικών ατόμων είναι γυναίκες Καυκάσιες.7 Σε επιδημιολογική έρευνα αυτών των γυναικών βρέθηκε ότι ο μόνος παράγοντας κινδύνου ήταν η σεξουαλική επαφή με σύντροφο από ενδημική περιοχή του HTLV.7
Μελέτες που έχουν γίνει σε μαιευτικές κλινικές δείχνουν ότι η συχνότητα του HTLV-I σε νεαρές γυναίκες που προέρχονται από ενδημικές περιοχές του ιού και τώρα διαμένουν στην Ευρώπη, είναι ίδια με τη συχνότητα που επικρατεί σε αυτές τις περιοχές και είναι 100 φορές μεγαλύτερη από την αντίστοιχη στους Ευρωπαίους αιμοδότες.2 Σχετικά με τη σεξουαλική μετάδοση, μελέτες σε άτομα που παρακολουθούνται σε κλινικές σεξουαλικώς μεταδιδομένων νόσων δείχνουν ότι οροθετικοί τόσο για τον HIV όσο και για τον HTLV-I, έχουν επίσης υψηλή συχνότητα αντισωμάτων έναντι του απλού έρπητα τύπου 2 (HSV-2), του αντιγόνου του πυρήνα του ιού της ηπατίτιδας Β (HBcAg) και της σύφιλης, υποδεικνύοντας ότι στις γυναίκες οι συχνές εξελκώσεις των μεμβρανών του βλεννογόνου του κόλπου, που προκαλούνται από τον HSV-2, προδιαθέτουν σε σεξουαλική μετάδοση των HIV-1 και HTLV-I.10 Άλλοι ερευνητές αναφέρουν μετάδοση του HTLV-I από γυναίκα σε άνδρα ακόμα και σε απουσία ελκογενούς βλάβης του τραχήλου και του κόλπου,11–13 ενώ οι Chen et al14 θεωρούν ότι η πρωτεΐνη Tax του HTLV-I, που είναι ειδικός αντιγραφέας ενεργοποίησης της τελικής μακράς ιικής αλληλουχίας, είναι απαραίτητη για τον πολλαπλασιασμό του ιού και επομένως ενοχοποιείται για τη σεξουαλική μετάδοση του ιού.
Οι Κaplan et al15 αναφέρουν ότι το υψηλό ιικό φορτίο και η διάρκεια της σεξουαλικής σχέσης είναι παράγοντες κινδύνου για τη σεξουαλική μετάδοση των ιών HTLV σε συζύγους και ερωτικούς συντρόφους οροθετικών αιμοδοτών στις ΗΠΑ. Στην Ελλάδα, δεν έχουν ανακοινωθεί μελέτες για τη λοίμωξη HTLV σε έγκυες γυναίκες και, όσον αφορά στη σεξουαλική μετάδοση των HTLV, οι Πολίτη και συν αναφέρουν απουσία μετάδοσης του HTLV-I σε συζύγους οροθετικών θαλασσαιμικών ασθενών κατά τη διάρκεια 12–18 μηνών παρακολούθησης, καθώς και στο παιδί ενός οροθετικού άνδρα θαλασσαιμικού, που γεννήθηκε από την πρώτη γυναίκα του (δεν γινόταν χρήση προφυλακτικού). Το εύρημα αυτό είχε ενισχύσει την άποψη της πολύ βραδείας ορομετατροπής για τον HTLV-I.16,17
Στη μελέτη αυτή, που είναι επέκταση προηγούμενης εργασίας,18 έγινε έλεγχος των διαθέσιμων συζύγων οροθετικών αιμοδοτών και θαλασσαιμικών ασθενών, προκειμένου να διερευνηθεί η σεξουαλική μετάδοση των ιών HTLV-I και ΙΙ και να προσδιοριστούν οι παράγοντες κινδύνου.
ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ
Εξετάστηκαν έξι συνολικά άτομα, οι γυναίκες σύζυγοι τριών οροθετικών αιμοδοτών για αντι-HTLV-I και οι σύζυγοι δύο οροθετικών για HTLV-I θαλασσαιμικών ασθενών που πολυμεταγγίζονται με συμπυκνωμένα ερυθροκύτταρα. Τα οροθετικά αυτά άτομα βρέθηκαν στη διάρκεια επιδημιολογικής διερεύνησης για αντι-HTLV-I-ΙΙ 54.017 αιμοδοτών και 359 θαλασσαιμικών, στα πλαίσια πολυκεντρικής μελέτης για την αιμοδοσία και σε συνέχεια προηγούμενης μελέτης για τη συχνότητα του HTLV σε πολυμεταγγιζόμενα άτομα. Σχετικά με τους θαλασσαιμικούς, ο ένας πάσχων είναι άνδρας και έχει παντρευτεί δύο φορές και έχει ένα παιδί από την πρώτη γυναίκα του και η άλλη πάσχουσα είναι γυναίκα παντρεμένη χωρίς παιδί.
Ο έλεγχος διαλογής για την ανίχνευση των αντι-HTLV-I-ΙΙ έγινε με τις ανοσοενζυμικές μεθόδους Abbott και Murex και η επιβεβαίωση με τη μέθοδο Western blot 2.4 και Innolia. Οι έλεγχοι έγιναν ανά εξάμηνο για χρονικό διάστημα 12–18 μηνών στις συζύγους των αιμοδοτών και επί 18–30 μήνες στο σύζυγο και στις συζύγους των θαλασσαιμικών ασθενών. Σημειώθηκαν οι τίτλοι του αντισώματος (διαδοχικές αραιώσεις ορού 1:5 έως 1:3125) και το χρονικό διάστημα της σεξουαλικής σχέσης στα εξεταζόμενα ζευγάρια.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ
Σύμφωνα με το ιστορικό των εξεταζομένων συζύγων, κανένα άτομο δεν είχε ταξιδέψει σε ενδημικές περιοχές του ιού και δεν είχε άλλο παράγοντα κινδύνου μόλυνσης από τον ιό εκτός από τη σεξουαλική συζυγική σχέση. Οι θαλασσαιμικοί πάσχοντες έχουν λάβει 820 και 750 μεταγγίσεις έκαστος και για μεν τον άνδρα ορομετατροπή για τον HTLV έγινε το 1981, ενώ δεν είναι γνωστός ο αντίστοιχος χρόνος για τη θαλασσαιμική πάσχουσα. Η διάγνωση της λοίμωξης HTLV στους δύο αυτούς ασθενείς έγινε το 1987 και 1989, αντίστοιχα.
Από τους 3 οροθετικούς αιμοδότες, οι δύο αποκάλυψαν κατά τη μετααιμοληπτική διαδικασία γνωστοποίησης και συμβουλευτικής ότι έχουν εξωσυζυγικές σποραδικές ερωτικές επαφές με γυναίκες σεξουαλικής συμπεριφοράς υψηλού κινδύνου.
Η σύζυγος ενός από τους τρεις οροθετικούς αιμοδότες βρέθηκε θετική για αντι-HTLV-I 18 μήνες μετά τη διάγνωση της λοίμωξης του συζύγου της, στην τρίτη κατά σειρά εξέτασή της. Τα υπόλοιπα πέντε άτομα βρέθηκαν αρνητικά (πίν. 1). Το οροθετικό ζευγάρι είχε σεξουαλική σχέση για διάστημα μεγαλύτερο των 120 μηνών, ενώ το αντίστοιχο διάστημα για τα άλλα ζευγάρια ήταν σημαντικά μικρότερο (μέση τιμή 36±8 μήνες) (πίν. 2).
ΣΧΟΛΙΟ
Η σεξουαλική επαφή με άτομα που προέρχονται από ενδημικές για HTLV-I-ΙΙ περιοχές και η διαρκώς αυξανόμενη χρήση ενδοφλεβίων ναρκωτικών ευθύνονται για την αλλαγή της επιδημιολογίας των HTLV-I και ΙΙ στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη.7,19–21 Από μελέτες σε μαιευτικές κλινικές σε έγκυες γυναίκες και νεογέννητα έχει βρεθεί ότι η αποφυγή του θηλασμού μειώνει τον κίνδυνο μετάδοσης από μητέρα σε παιδί από 25% σε 5%, ενώ η επίπτωση των HTLV-I-ΙΙ στις έγκυες ποικίλλει ανάλογα με τον τρόπο προέλευσης.7,20,22 Οι Courtois et al22 αναφέρουν ότι στη Γαλλία, σε έρευνα σε 849 έγκυες γυναίκες, που θεωρούνταν ότι ήταν σε κίνδυνο για HTLV-I-ΙΙ, βρέθηκε οροθετικότητα σε 3 Αφρικανές (0,9%) και 2 Αφρο-Καραϊβικιανές (0,8%). Παρόμοια είναι και τα ευρήματα των Tosswill23 και Banatrala24 στην Αγγλία, όπου διαπιστώθηκε οροθετικότητα 0,3–1,9% σε Αφρικανές και σε γυναίκες προερχόμενες από την Καραϊβική.
Σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες, σημαντικό ποσοστό γυναικών αντι-HTLV-I-ΙΙ-οροθετικών έχουν ως μόνο παράγοντα κινδύνου τη σεξουαλική επαφή με σύντροφο που προέρχεται ή έζησε σε ενδημικές περιοχές του ιού. Στην Ελλάδα, σε προηγούμενη μελέτη μας, δεν διαπιστώθηκε μετάδοση του HTLV-I στους συζύγους οροθετικών θαλασσαιμικών ασθενών και στο ένα παιδί ενός πάσχοντα, μετά από παρακολούθηση και έλεγχο 12–18 μηνών.16,17
Σε επέκταση προηγούμενης μελέτης μας, η εργασία αυτή, που αποτελεί μέρος της πολυκεντρικής μελέτης για τη συχνότητα των λοιμώξεων HTLV-I και ΙΙ σε αιμοδοτικό πληθυσμό στην Ελλάδα,18 διαπίστωσε σεξουαλική μετάδοση για πρώτη φορά στη σύζυγο ενός από τους οροθετικούς αιμοδότες μας, στους οποίους βρέθηκε συχνότητα 0,008% για αντι-HTLV-I και 0,001% για αντι-HTLV-IΙ. Η γυναίκα αυτή είναι 38 ετών και ασυμπτωματική. Καλά στην υγεία του είναι και ο σύζυγός της, ηλικίας 42 ετών.
Η ορομετατροπή έγινε στη διάρκεια παρακολούθησης της γυναίκας, 18 μήνες μετά από τη διάγνωση της μόλυνσης στο σύζυγό της. Ο χρόνος μεταξύ μόλυνσης και ορομετατροπής στη γυναίκα αυτή δεν μπορεί να προσδιοριστεί, αλλά πρέπει να θεωρείται μεγάλος και σχετίζεται τόσο με τον τίτλο της αντίδρασης όσο και με το χρόνο της σεξουαλικής σχέσης με τον οροθετικό σύζυγο.
Η συχνότητα της ορομετατροπής μεταξύ των εξετασθέντων συζύγων είναι 16,7%. Τα δεδομένα αυτά, αν και αναφέρονται σε μικρό σχετικά αριθμό οροθετικών ατόμων, θέτουν προβληματισμούς σχετικά με τη διασπορά της λοίμωξης και τη λήψη μέτρων για τον περιορισμό της.
Στον αιμοδοτικό πληθυσμό, εξαιτίας της HIV-λοίμωξης λαμβάνονται ειδικά μέτρα αποκλεισμού από αιμοδοσία ατόμων που προέρχονται από ενδημικές περιοχές και ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου. Στην πράξη, όμως, δεν έχει δοθεί έμφαση στην ανάγκη αποκλεισμού από την αιμοδοσία των συζύγων ή ερωτικών συντρόφων ατόμων με συμπεριφορά υψηλού κινδύνου.
Τα ερωτηματολόγια για την επιλογή του αιμοδότη, που έχουν εκπονηθεί από την Εθνική Υπηρεσία Αιμοδοσίας, αποφεύγουν το ερώτημα που τίθεται σε άλλες χώρες σχετικά με ερωτική επαφή με εκδιδόμενο άτομο. Δεν αναφέρεται επίσης με σαφήνεια αν ο σύζυγος ή ο ερωτικός σύντροφος είναι ναυτικός που έχει ταξιδέψει στην Αφρική, Ιαπωνία, Ασία, Καραϊβική.
Τα προβλήματα και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι υπηρεσίες αιμοδοσίας κατά το στάδιο της ενημέρωσης για την καταλληλότητα του δότη και ιδιαίτερα στην προαιμοληπτική διαδικασία, έχουν συζητηθεί σε σχέση με τα επιδημιολογικά και ψυχογραφικά χαρακτηριστικά των αιμοδοτών, τις κοινωνικές πεποιθήσεις, τη νοοτροπία του πληθυσμού και τις προσδοκίες των δυνητικών αιμοδοτών από τις υπηρεσίες αιμοδοσίας.26
Η μελέτη μας για τη συχνότητα των αντι-HTLV-I-II στον ελληνικό αιμοδοτικό πληθυσμό συνιστά τον υποχρεωτικό έλεγχο του αίματος για τους HTLV-I-ΙΙ. Η σχετική απόφαση θα ληφθεί από το αρμόδιο Υπουργείο Υγείας μετά το πέρας της διετούς πανελλαδικής δοκιμής, που άρχισε το Μάιο 1997 και συνεχίζεται. Στην περίπτωση αυτή, η προσθήκη μίας ακόμα δοκιμασίας στην αιμοδοσία θα απασχολήσει τις αρμόδιες υπηρεσίες όχι μόνο από την πλευρά του κόστους-ωφέλειας, αλλά και από την πλευρά της οργάνωσης συμβουλευτικής διαδικασίας σε όλα τα στάδια πριν, κατά και μετά την αιμοληψία. Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα και τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής, κρίνεται αναγκαίος ο έλεγχος και η παρακολούθηση των ερωτικών συντρόφων των οροθετικών αιμοδοτών για HTLV-I-ΙΙ, παρά το γεγονός ότι η πιθανότητα ανάπτυξης νόσου με αίτιο τους HTLV-I-ΙΙ (λευχαιμία των ενηλίκων από Τ-κύτταρα, σπαστική παραπάρεση, λευχαιμία τριχωτών κυττάρων, σύνδρομο Sjφgren κ.λπ.) είναι μικρή και η διαδρομή πολύ μακροχρόνια.25
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ